κακοβολώ

κακοβολώ
κακοβολῶ, -έω (Α)
(για το παιχνίδι τών αστραγάλων) ρίχνω χωρίς επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* (< επίρρ. κακά) + -βολῶ (< -βολος < βάλλω), πρβλ. μακρο-βολώ, πρωτο-βολώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”